- προεκθεσις
- προέκθεσιςπρο-έκθεσις-εως ἥ предварительное сообщение, предуведомление или предварительный обзор
(τῆς πραγματείας Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τῆς πραγματείας Polyb.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
προέκθεσις — introduction fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέκθεσις — έσεως, ἡ, ΜΑ [προεκτίθημι] 1. προεισαγωγική ερμηνεία, προοίμιο, πρόλογος («περὶ τὴν ἀρχὴν καὶ προέκθεσιν τῆς πραγματείας», Πολ.) 2. εισαγωγική έκθεση, εισαγωγική παρουσίαση («τὴν προέκθεσιν τοῡ χαρακτῆρος», Διον. Αλ.) … Dictionary of Greek
προεκθέσει — προέκθεσις introduction fem nom/voc/acc dual (attic epic) προεκθέσεϊ , προέκθεσις introduction fem dat sg (epic) προέκθεσις introduction fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκθέσεις — προέκθεσις introduction fem nom/voc pl (attic epic) προέκθεσις introduction fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκθέσεσι — προέκθεσις introduction fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέκθεσιν — προέκθεσις introduction fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκθετικός — ή, όν, ΜΑ [προέκθεσις] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρόλογο, ο προεισαγωγικός. επίρρ... προεκθετικῶς ΜΑ προεισαγωγικώς … Dictionary of Greek
συγκεφαλαιωτικός — ή, ό / συγκεφαλαιωτικός, ή, όν, ΝΜΑ [συγκεφαλαιῶ] ο σχετικός με τη συγκεφαλαίωση ή αυτός που συγκεφαλαιώνει, συνοπτικός («ἡ ῥηθεῑσα προέκθεσις ὀκτὼ ῥαψῳδιῶν συγκεφαλαιωτική», Ευστ.). επίρρ... συγκεφαλαιωτικώς και συγκεφαλαιωτικά με… … Dictionary of Greek
προεκθέσεων — προεκθέσεω̆ν , προέκθεσις introduction fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεκθέσεως — προεκθέσεω̆ς , προέκθεσις introduction fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)